φθισήνωρ — φθῑσήνωρ , φθισήνωρ destroying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθισήνωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που αφανίζει, που φονεύει τους άνδρες 2. καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δεισ ήνωρ, λυσ ήνωρ. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισ ήνωρ,… … Dictionary of Greek
φθεισήνωρ — φθισήνωρ destroying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθισήνορος — ον, Α φθισήνωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού φθισήνωρ, ορος, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ.] … Dictionary of Greek
φθισήνορα — φθῑσήνορα , φθισήνωρ destroying masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθισήνορες — φθῑσήνορες , φθισήνωρ destroying masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθισήνορι — φθῑσήνορι , φθισήνωρ destroying masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθισήνορος — φθῑσήνορος , φθισήνωρ destroying masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)