φθισήνωρ

φθισήνωρ
φθῑσήνωρ, ορος, , , ([etym.] φθίω, ἀνήρ):—
A destroying or killing men,

πόλεμος Il.2.833

, 9.604, al., Hes.Th.431;

θυμός AP9.457

. [[pron. full] perh. metri gr., but in Il.2.833 φθεις- is found in some codd. (including πολλὰ τῶν παλαιῶν ἀντιγράφων ap.Eust.356.20), and Choerob. in An.Ox.2.273, and shd. perh. be read.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φθισήνωρ — φθῑσήνωρ , φθισήνωρ destroying masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισήνωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που αφανίζει, που φονεύει τους άνδρες 2. καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δεισ ήνωρ, λυσ ήνωρ. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισ ήνωρ,… …   Dictionary of Greek

  • φθεισήνωρ — φθισήνωρ destroying masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισήνορος — ον, Α φθισήνωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού φθισήνωρ, ορος, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ.] …   Dictionary of Greek

  • φθισήνορα — φθῑσήνορα , φθισήνωρ destroying masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισήνορες — φθῑσήνορες , φθισήνωρ destroying masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισήνορι — φθῑσήνορι , φθισήνωρ destroying masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισήνορος — φθῑσήνορος , φθισήνωρ destroying masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”